κλονοειδώς

κλονοειδώς
κλονοειδῶς (Α)
επίρρ. με κλονισμό, με ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *κλονοειδής < κλόνος + -ειδής (< εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλονοειδῶς — tumultuously indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”